Άγιε μου Γιώργη, αφέντη μου κι ασημοκαβαλάρη ,
αρματωμένος με σπαθί και με αργυρό κοντάρι.
Θεριό έπεσε στην χώρα μας σ’ ένα βαθύ πηγάδι,
και όλο το ταΐζανε κάθε πρωί και βράδυ.
Τον κλήρο τότε βάλανε κι έτυχε στη βασιλοπούλα,
που την είχε ο βασιλιάς μόνη και μοναχούλα.
Ένας ξένος, αγνώριστος, περνά,
την κόρη χαιρετάει, κι η κόρη του μιλάει…
Γυρίζει ανατολικά και κάνει το σταυρό του
και βγάζει το σπαθάκι του και το θεριό σκοτώνει.
Για πες μου ξένε, να χαρείς, ποιο είναι τ’ όνομά σου;
Κι εγώ θα κάνω χάρισμα στην οικογένειά σου.
Γιώργη με λένε στο όνομα, απ’ την Καππαδοκία,
κι αν θες να κάνεις χάρισμα, χτίσε μια εκκλησία.
Βάλε μπροστά την Παναγιά, δεξιά τον καβαλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με ασημί κοντάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.